- παρατεταμένους
- παρατείνωstretch out alongperf part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταϊγκά — η, Ν 1. (βιογεωγρ.) η βόρεια δασοκλιματική ζώνη τών ψυχρόβιων κωνοφόρων που περιβάλλει σαν δακτύλιος το Βόρειο Ημισφαίριο και αποτελεί τη χαρακτηριστική υποπολική βλάστηση τής Ευρώπης και τής Ασίας 2. φρ. «κλίμα ταϊγκάς» (μετεωρ.) κλίμα… … Dictionary of Greek
καυστικές ουσίες ή καυστικά — Χημικά προϊόντα ικανά να καταστρέψουν –όταν έρθουν σε επαφή– τους ζωντανούς ιστούς, προκαλώντας σε αυτούς αισθητές τοπικές αλλοιώσεις. Στις κ.ο. περιλαμβάνονται προϊόντα που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τις χημικές τους ιδιότητες· από τα πιο… … Dictionary of Greek